- ἱερακοπρόσωπος
- ἱερᾱκο-πρόσωπος, ον,A hawk-faced, PMag. Leid.W.1.39, Porph. ap. Eus.PE3.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιερακοπρόσωπος — ἵερακοπρόσωπος, ον (Α) αυτός που έχει μορφή γερακιού … Dictionary of Greek
ἱερακοπρόσωπος — hawk faced masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερακοπρόσωπον — ἱερακοπρόσωπος hawk faced masc/fem acc sg ἱερακοπρόσωπος hawk faced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιέραξ — Γένος αρπακτικών πουλιών, της οικογένειας των ιερακιδών, γνωστό κυρίως με το όνομα γεράκι (βλ. λ.). * * * ὁ (ΑΜ ἱέραξ, ακος, Α ιων. και επικ. τ. ἴρηξ, δωρ. τ. ἱάραξ) το πτηνό γεράκι («ἴρηξ ὠκύπτερος», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. είδος ψαριού 2. ονομασία… … Dictionary of Greek